- χερμάδι'
- χερμάδια , χερμάδιονlarge stoneneut nom/voc/acc plχερμάδια , χερμάδιοςlarge stoneneut nom/voc/acc plχερμάδιε , χερμάδιοςlarge stonemasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χερμάδι — χερμάς large pebble fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάς — άδος, ἡ, ΜΑ χερμάδιον*, πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου (α. «χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἤ χερμάδι τηλεβόλῳ», Πίνδ. β. «πόρρωθεν χερμάσι καὶ παλτοῑς ἔβαλλον», Ιώσ.) αρχ. 1. βότσαλο ακρογιαλιάς («παρηονῑτις... χερμάς», Ανθ. Παλ.) 2. σωρός από πέτρες… … Dictionary of Greek
χερμάδ' — χερμάδα , χερμάς large pebble fem acc sg χερμάδι , χερμάς large pebble fem dat sg χερμάδε , χερμάς large pebble fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)